τεύχος

τεύχος
το / τεῡχος, -ους, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα»)
2. φύλλο περιοδικού («το περιοδικό αφιέρωσε ένα ειδικό τεύχος στον Κωστή Παλαμά»)
3. (σπάν.) κύριο σώμα σκεύους ή μηχανήματος
μσν.-αρχ.
σύνολο χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους άκρη
αρχ.
1. όργανο, εργαλείο
2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ τεύχεα
α) πολεμικά όργανα, όπλα, άρματα
β) (γενικά) πανοπλία
γ) τα μέρη τού πλοίου, όπως π.χ. τα κουπιά, τα ιστία κ.λπ.
3. κάθε είδους αγγείο: α) λουτήρας («πίτνει δ ἐν ἐνύδρῳ τεύχει», Αισχύλ.)
β) τεφροδόχος υδρία («φέροντες αὐτοῡ σμικρὰ λείψαν' ἐν βραχεῑ τεύχει», Σοφ.)
γ) κάλπη ψηφοφορίας («εἰς αἱματηρὸν τεῡχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο», Αισχύλ.)
δ) αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά τις σπονδές
ε) σταμνί για μετακόμιση νερού
στ) ποτήρι («ἔδωκε πλῆρες τεῡχος, εἰς οἶνον βαλών», Ευρ.)
ζ) αμφορέας
η) δοχείο αρωμάτων
θ) ουροδοχείο
ι) πλατύστομο αγγείο, βάζο
ια) κιβώτιο («καὶ τἆλλα πολλά ὅσα ἐν ξυλίνοις τεύχεσι ναύκληροι ἄγουσιν», Ξεν.)
ιβ) κουβάς, κάδος
ιγ) κυψέλη μελισσών
ιδ) κάλυκας άνθους που έχει σχήμα αγγείου
4. τα αγγεία τού σώματος
5. το ανθρώπινο σώμα, επειδή περιέχει τα εντόσθια, τα σπλάχνα
6. το αβγό τών πτηνών
7. κτίσμα, οικοδόμημα («ἀνεκτίσθη τὸ τεύχος τοῡτο», πάπ.)
8. θήκη για τοποθέτηση κυλίνδρων παπύρου
9. φύλλο χαρτιού σε κύλινδρο
10. φρ. «τὸ δημόσιον τεῡχος» — μητρώο τών πολιτών, δημοτολόγιο επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεύχω. Η λ. τεῦχος με αρχική σημ. «αντικείμενο, όργανο, κατασκεύασμα» χρησιμοποιήθηκε στον Όμ. για να δηλώσει ειδικότερα τα πολεμικά όργανα, τον οπλισμό, κυρίως τον αμυντικό, σε αντιδιαστολή με τον τ. ὅπλα, ενώ αργότερα έλαβε πολλές και διάφορες σημ. Τέλος, στη Νέα Ελληνική, η λ. περιορίστηκε σε μία μόνο σημ., η οποία φαίνεται ότι προήλθε από τη σημ. «σύνολο χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους άκρη» και που απέκτησε η λ. στους αλεξανδρινούς χρόνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεῦχος — tool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεύχος — το 1. (σπν.), κύριο σώμα σκεύους. 2. μέρος βιβλίου, φυλλάδιο που τυπώνεται και κυκλοφορεί κατά διαστήματα: Το λεξικό θα εκδοθεί σε τεύχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεύχε' — τεύχει , τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχει , τεύχω make ready pres ind act 3rd sg τεύχεο , τεύχω make ready pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τεύχεαι , τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τεύχεο , τεύχω make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • Священный отряд (1942) — Священный отряд (греч. Ιερός Λόχος)  греческое Подразделение специального назначения, сформированное в 1942 году на Ближнем Востоке, состоящее полностью из греческих офицеров и курсантов, является предшественником современного греческого… …   Википедия

  • μονότευχος — μονότευχος, ἡ (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα μόνο τεύχος ή που αποτελείται από ένα τεύχος, από ένα βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεῦχος] …   Dictionary of Greek

  • τεύχει — τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχω make ready pres ind act 3rd sg τεύ̱χει , τεῦχος tool neut nom/voc/acc dual (attic epic) τεύ̱χεϊ , τεῦχος tool neut dat sg (epic ionic) τεύ̱χει , τεῦχος tool neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Саламин — У этого термина существуют и другие значения, см. Саламин (значения). Саламин …   Википедия

  • Морайтинис, Аристидис — Аристидис Морайтинис Прозвище …   Википедия

  • CYCLICUS Scriptor — apud Horatium, de Arte, v. 136. idem cum Epico Poeta Rhapsodo, Turnebo, Advers. l. 19. c. 9. Salmasio vero non omne Poema Heroicum Κύκλος Ε᾿πικὸς dictus est: Sed opus ex multis diversorum Poetarum carminibus (qui Ποιηταὶ τȏυ Κύκλου vocabantur)… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”